ἐνζύμων

ἐνζύμων
ἐνζύ̱μων , ἐν-ζυμόω
leaven
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἐνζύ̱μων , ἐν-ζυμόω
leaven
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • Μπόγιερ, Πολ — (Paul Boyer, Πρόβο, Γιούτα 1918 ). Αμερικανός βιοχημικός. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Μπρίγκαμ Γιανγκ του Πρόβο και το 1943 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, για την διατριβή του στα ένζυμα. Μετά την ολοκλήρωση των… …   Dictionary of Greek

  • Νόρθροπ, Τζον Χόουαρντ — (John Howard Northrop, Γιόνκερς, Νέα Υόρκη 1891 – 1987). Αμερικανός χημικός. Πήρε το πτυχίο της χημείας αρκετά νέος και προσανατoλίστηκε στον τομέα των οργανικών ενώσεων. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη βιολογική χημεία· σε αυτόν οφείλονται… …   Dictionary of Greek

  • Σάμνερ, Τζαίημς Μπάτσελερ — (Sumner). Αμερικανός βιοχημικός (Κάντον, Μασαχουσέτη 1887 Μπούφαλο 1955). Πήρε το δίπλωμα του το 1912 στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και έγινε καθηγητής της βιοχημείας πρώτα στην Ιατρική Σχολή και αργότερα στη Γεωργική του πανεπιστήμιου Κόρνελ,… …   Dictionary of Greek

  • αμυλάσες — Ονομασία ενζύμων της κατηγορίας των υδρολασών, που δρουν πάνω στο άμυλο και το γλυκογόνο και διασπούν τους πολυσακχαρίτες αυτούς με διάφορους τρόπους. Η α–μυλάση βρίσκεται στο σάλιο και στο παγκρεατικό υγρό. Η β–αμυλάση βρίσκεται κυρίως στα φυτά …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • φωσφορυλάση — η, Ν (βιοχ.) α) ονομασία ομάδας ενζύμων που καταλύουν την προοδευτική αποικοδόμηση πολυσακχαριτών, τών οποίων δομική μονάδα είναι η γλυκόζη, με φωσφορόλυση β) ονομασία ομάδας ενζύμων που καταλύουν τη μεταφορά μιας ομάδας γλυκόζης από έναν… …   Dictionary of Greek

  • φωσφοφρουκτοκινάση — η, Ν (βιοχ.) α) ονομασία ενζύμων που φωσφορυλιώνουν την 6 φωσφορική φρουκτόζη κατά τη γλυ κόλυση και άλλες μεταβολικές οδούς β) ονομασία ενζύμων που φωσφορυλιώνουν την 1 φωσφορική φρουκτόζη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”